πτεροποιέω

πτεροποιέω
πτερο-ποιέω,= πτεροφυέω, Suid.
A s.v. νύμφαι:—[voice] Pass., Lyd.Mens.4.11.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πτεροποιήσουσιν — πτεροποιέω aor subj act 3rd pl (epic) πτεροποιέω fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) πτεροποιέω fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτεροποιηθέντα — πτεροποιέω aor part pass neut nom/voc/acc pl πτεροποιέω aor part pass masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτεροποιοῦσι — πτεροποιέω pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric) πτεροποιέω pres ind act 3rd pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτεροποιεῖν — πτεροποιέω pres inf act (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτεροποιουμένους — πτεροποιέω pres part mp masc acc pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτεροποιοῦντες — πτεροποιέω pres part act masc nom/voc pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτεροποιήσωσιν — πτεροποιέω aor subj act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπτεροποιεῖτο — πτεροποιέω imperf ind mp 3rd sg (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπτεροποιήθη — πτεροποιέω aor ind pass 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”